-
1 замок
-
2 крепость
I крепость I ж (укреплённое место) το φρούριο, το κάστρο, το οχυρό II крепость II ж (насыщенность) η δύναμη, η δραστικότητα* * *I ж( укреплённое место) το φρούριο, το κάστρο, το οχυρόII ж( насыщенность) η δύναμη, η δραστικότητα -
3 цитадель
цитадельж прям., перен τό κάστρο:\цитадель· революции τό κάστρο τής ἐπανάστασης. -
4 крепость
I. 1. (напр. раствора) η δύναμη, η δραστικότητα 2. (породы, угля) η αντοχή, η στερεότητα. II.(оборонительное сооружение) το φρούριο, το κάστρο (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крепость
-
5 замок
зам||ок Iм ὁ πύργος, τό κάστρο· ◊ строить воздушные \замокки χτίζω χάρτινους πύργους, χτίζω πύργους στήν ἰσπανία.зам||ок IIм1. ἡ κλειδωνιά, ἡ κλειδαριά:дверной \замок ἡ κλειδαριά τῆς πόρτας· висячий \замок τό λουκέτο· держать под \замокком κρατώ κλειδωμένο· запереть на \замок κλειδώνω·2. (оружия) ὁ ἐμπυρεύς· 3.:\замок свода архит. ὁ ἄντυξ· ◊ за семыо \замокками διπλοκλειδωμένος, κλειδομανταλωμένος. -
6 крепость
крепость I ж воен. τό φρούριο[ν], τό κάστρο. крепость II ж1. (прочность) ἡ στε-ρεότητα [-ης], ἡ ἀντοχή·2. (сила) ἡ δύ-ναμη [-ις1, ἡ ισχύς, ἡ ρώμη, ἡ ρωμαλεό-τητα[ης]:\крепость духа ἡ ἡθική δύναμη·3. (вина, раствора и т. п.) ἡ δύναμη [-ις], ἡ δραστικότητα [-ης].крепость III ж уст. τό συμφωνητι-κό[ν], τό συμβόλαιο[ν]:купчая \крепость τό πωλητήριο. -
7 крепость
[κριέπαστ*] ουσ. θ. φρούριο, κάστρο -
8 цитадель
[τσυταντιέλ*] ουσ. θ. κάστρο -
9 крепость
[κριέπαστ'] ουσ θ φρούριο, κάστρο -
10 цитадель
[τσυταντιέλ*] ουσ θ κάστρο -
11 крепость
крепость 1-и θ.1. στερεότητα, αντοχή.2. δύναμη, ισχύς. || ρώμη• ακμή.3. μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα.крепость 2-и θ.φρούριο, κάστρο.εκφρ.летающая крепость – ιπτάμενο φρούριο.крепость 3-и θ. παλ. έγγραφο αγοραπωλησίας•купчая крепость πωλητήριο.
крепость 4-и θ.η δουλοπαροικία.
См. также в других словарях:
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
Κάστρο, Φιντέλ — (Fidel Castro, 1927 –). Κουβανός πολιτικός, πρόεδρος της Κούβας (1959 ). Γιος πλούσιου γαιοκτήμονα, σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αβάνας, όπου πήρε μέρος στο πολιτικό κίνημα των φοιτητών. Στη συνέχεια άσκησε για σύντομο χρονικό διάστημα το … Dictionary of Greek
κάστρο — το (λ. λατ.), φρούριο: Μήνες πολιορκούσαν το κάστρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καράμπαμπα, κάστρο του- — Κάστρο στην κορυφή του ομώνυμου λόφου, ο οποίος βρίσκεται στο βοιωτικό τμήμα της Χαλκίδας και ταυτίζεται με τον Κάνηθο των αρχαίων. Στη νότια πλαγιά του λόφου βρίσκεται τουρκική κρήνη, γνωστή με την ονομασία η βρύση του Καράμπαμπα. Το κάστρο… … Dictionary of Greek
Κάστρο, Αμέρικο — (Américo Castro, Ρίο ντε Τζανέιρο 1885 – Λιορέτ 1972). Ισπανός φιλόλογος και κριτικός. Διετέλεσε καθηγητής της ιστορίας της ισπανικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Από το 1937 έζησε εξόριστος στις ΗΠΑ, όπου δίδαξε στο πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
Κάστρο, Χουάν Χοσέ — (Juan José Castro, Αβελιανέντα, Μπουένος Άιρες 1895 – 1968). Αργεντινός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε στην πατρίδα του και αργότερα πήγε στο Παρίσι όπου έμεινε δέκα χρόνια, συμπληρώνοντας τις μουσικές του γνώσεις με δάσκαλο τον… … Dictionary of Greek
Ινές ντε Κάστρο — (Ines de Castro, 1320 – 1355). Ισπανίδα ηρωίδα. Παντρεύτηκε μυστικά τον ερωμένο της, ινφάντη της Πορτογαλίας, Πέδρο, μετά τον θάνατο της συζύγου του, Κωνστάντσας. Μετά τον γάμο της εγκαταστάθηκε μαζί με τα τρία παιδιά της στο μοναστήρι της Σάντα… … Dictionary of Greek
Οχιάς, κάστρο — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστό μεσαιωνικό φρούριο της Ηλείας, στον δρόμο που ενώνει τα χωριά Κακοτάρι και Βερβενή. Γύρω από το φρούριο υπάρχουν ερειπωμένα σπίτια και σημαντικά λείψανα μεσαιωνικού οικισμού … Dictionary of Greek
Παλομίνο ντε Κάστρο — (Palomino de Castro, 1653 – 1726). Ισπανός ζωγράφος και τεχνοκρίτης. Διακόσμησε με επιτυχία την Αίθουσα των Ελαφιών στο Πράντο. Το 1693 διακόσμησε το νοσοκομείο της Καλής Επιτυχίας με τοιχογραφίες, τα θέματα των οποίων άντλησε κυρίως από τον βίο… … Dictionary of Greek
Φερέιρα ντε Κάστρο, Χοσέ Μαρία — (Ferreira de Castro, Ολιβέιρα ντε Αζεμέις 1898 – 1974). Πορτογάλος συγγραφέας. Ήταν ένας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της χώρας του του 20ού αι. Είχε γράψει πολλά μυθιστορήματα σε νεονατουραλιστικό ύφος. Από αυτά τα σπουδαιότερα είναι:… … Dictionary of Greek
Ωριάς, κάστρο της― — Με το όνομα αυτό αναφέρονται πολλά μεσαιωνικά ή μεταγενέστερα φρούρια (κάστρα), σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Τα σημαντικότερα βρίσκονται στην Κυνουρία, στη Μάνη, στην Αρκαδία, στην Κεφαλονιά, στους αρχαίους Πρόνους, στα Tέμπη της Θεσσαλίας, στα … Dictionary of Greek